- δίαιμος
- δίαιμος, ον,A bloody, Hp.Dent.17;
ὄνυξ E.Hec.656
(lyr.); δίαιμον ἀναπτύειν spit blood, Plu.Arat.52, cf. Plb.8.12.5;δίαιμα ἐκκρινόμενα Antyll.
ap. Aët.9.40.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὄνυξ E.Hec.656
(lyr.); δίαιμον ἀναπτύειν spit blood, Plu.Arat.52, cf. Plb.8.12.5;δίαιμα ἐκκρινόμενα Antyll.
ap. Aët.9.40.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δίαιμος — δίαιμος, ον (Α) 1. αυτός που περιέχει αίμα 2. φρ. «δίαιμον ἀναπτύειν» φτύνει αίμα, κάνει αιμόπτυση. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι(α) + αιμος < αίμα (πρβλ. άναιμος, σύναιμος)] … Dictionary of Greek
δίαιμον — δίαιμος bloody masc/fem acc sg δίαιμος bloody neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαίμους — δίαιμος bloody masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαίμων — δίαιμος bloody masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαίμῳ — δίαιμος bloody masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίαιμα — δίαιμος bloody neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίαιμοι — δίαιμος bloody masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διά — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεά που λατρευόταν στη Σικυώνα και στη Φλιούντα, όπου τη θεωρούσαν απελευθερώτρια των δούλων. Γι’ αυτό και ο ναός της, που βρισκόταν κοντά στην είσοδο της Ακρόπολης, ήταν το άσυλό τους. Προς τιμήν της Δ. τελούσαν… … Dictionary of Greek